πεντάχορδος

πεντάχορδος
η , ο [ος , ον ] пятиструнный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεντάχορδος" в других словарях:

  • πεντάχορδος — η, ο / πεντάχορδος, ον, ΝΜΑ 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο 3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή …   Dictionary of Greek

  • πεντάχορδος — η, ο ο με πέντε χορδές: Πεντάχορδη κιθάρα, λύρα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντάχορδον — πεντάχορδος five stringed masc/fem acc sg πεντάχορδος five stringed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταχόρδου — πεντάχορδος five stringed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταχόρδῳ — πεντάχορδος five stringed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάχορδα — πεντάχορδος five stringed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • pentacordio — (Del gr. pente, cinco + khorde, cuerda musical hecha con tripas.) ► sustantivo masculino MÚSICA Antiguo instrumento musical de cuerda parecido a la lira, de cinco cuerdas. * * * pentacordio (del gr. «pentáchordos», de cinco cuerdas) m. *Lira… …   Enciclopedia Universal

  • πεντάνευρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε χορδές, πεντάχορδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. λεπτό νευρος] …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

  • pentacordio — (Del gr. πεντάχορδος, de cinco cuerdas). m. Arqueol. Lira antigua de cinco cuerdas …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»